- φιλαπεχθημόνως
- Αεπίρρ. βλ. φιλαπεχθήμων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλαπεχθημόνως — φιλαπεχθήμων fond of making enemies adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλαπεχθήμων — ον, Α αυτός που επιδιώκει να γίνεται εχθρός με τους άλλους, φίλεχθρος* («ἀνθρώπῳ πονηρῷ καὶ φιλαπεχθήμονι», Δημοσθ.). επίρρ... φιλαπεχθημόνως Α με φιλαπεχθημοσύνη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἀπεχθήμων «μισητός, απαίσιος»] … Dictionary of Greek
φιλαπεχθής — ές, Α φιλαπεχθήμων*. επίρρ... φιλαπεχθῶς Α φιλαπεχθημόνως*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἀπεχθής «απαίσιος, μισητός»] … Dictionary of Greek